ἁλίρροθος — of the roaring sea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιρρόθους — ἁλίρροθος of the roaring sea masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλίρροθοι — ἁλίρροθος of the roaring sea masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
αλιρρόθιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Ευρύτης. Τον σκότωσε o Άρης όταν τον συνέλαβε να βιάζει την παρθένα Αλκίππη, κόρη του θεού από την Άγραυλο, κοντά στην πηγή του ναού του Ασκληπιού. Κάτω από την Ακρόπολη ο Άρης δικάστηκε από… … Dictionary of Greek
βαθύρροθος — βαθύρροθος, ον (Μ) εκείνος που ηχεί βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ροθος < ρόθος «κρότος, θόρυβος» (πρβλ. αλίρροθος, πολύρροθος, ταχύρροθος κ.ά.)] … Dictionary of Greek